καταποτίου

καταποτίου
κατά , ἀπό-τίω
pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)
καταποτί̱ου , κατά , ἀπό-τίω
pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
κατά , ἀπό-τίω
imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric)
καταποτί̱ου , κατά , ἀπό-τίω
imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
καταποτί̱ου , κατά , πρόσ-ἰόω
become
imperf ind act 3rd sg (epic doric)
κατά , πρόσ-ἰόω
become
pres imperat act 2nd sg (epic doric)
κατά , πρόσ-ἰόω
become
imperf ind act 3rd sg (epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • ορόβι — το (Α ὀρόβιον) [όροβος] νεοελλ. το ετήσιο κτηνοτροφικό φυτό όροβος, το ρόβι αρχ. 1. υποκορ. τού όροβος 2. αλεύρι παρασκευασμένο από όροβο, από ρόβι 3. είδος καταποτίου με μέγεθος ορόβου 4. (κατά τον Ησύχ.) «χρυσοκόλλης εἶδος» …   Dictionary of Greek

  • ουλόσφαιρα — οὐλόσφαιρα, ἡ (Α) είδος καταποτίου, παστίλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλον + σφαίρα] …   Dictionary of Greek

  • παντόλμιος — ὁ, ΜΑ είδος καταποτίου, χαπιού …   Dictionary of Greek

  • τροχός — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”